- λογιστός
- λογιστός, -ή, -όν (Α) [λογίζομαι]αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευεπιλόγιστος — εὐεπιλόγιστος, ον (Α) αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι λογιστος (< επι λογίζομαι «συμπεραίνω» < επί λογος), πρβλ. δυσ επι λόγιστος] … Dictionary of Greek
μονολόγιστος — μονολόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει έναν μόνο συλλογισμό, αυτός που αποβλέπει σε ένα πράγμα και σκέπτεται μόνο αυτό αρχ. αυτός που εκφράζεται με έναν συλλογισμό. επίρρ... μονολογίστως (ΑΜ) μσν. με απλότητα στην έκφραση αρχ. με έναν μόνο… … Dictionary of Greek
начьтьникъ — НАЧЬТЬНИК|Ъ (3*), А с. Тот, кто скрупулезно разбирает, взвешивает что л. Перен.: Противу (симъ) что рекуть на(м) облыгатели горции. бж(с)тву начатници [так!]. клеветари хвалимы(х). (λογισταί) ГБ XIV, 10а; Противу симъ что гл҃ють на(м) облыжници… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… … Dictionary of Greek
λογιστονόμος — λογιστονόμος, ον (Α) αυτός που τακτοποιεί τους λογαριασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιστός ή λογιστής + νόμος (< νόμος < νέμω)] … Dictionary of Greek